Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βενδῖδος — Βενδῖς Bendis fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίλογχος — δίλογχος, ον (Α) 1. αυτός που χτυπάει με δύο λόγχες («δίλογχος ἄτη») 2. επίθετο τής Βενδίδος (Αρτέμιδος) … Dictionary of Greek